Ισχυρό ράλι καταγράφουν τα ελληνικά ομόλογα σήμερα, όπως και τα υπόλοιπα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας, με τις ελληνικές αποδόσεις να παραμένουν χαμηλότερες από αυτές της Ιταλίας, ενώ το yield του ελληνικού 5ετούς ομολόγου υποχωρεί πλέον σε επίπεδα προ-πανδημίας.

Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου σημειώνει βουτιά κατά 7% και διαμορφώνεται στο 1,197%, ενώ το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων συνεχίζει την υποχώρησή του προς τα χαμηλά έτους και διαμορφώνεται στις 167 μονάδες βάσης.

Σημειώνεται πως στα ιστορικά χαμηλά που σημείωσε η απόδοση του ελληνικού 10ετούς τον Φεβρουάριο στο 0,92% το spread διαμορφωνόταν στις 138 μ.β.

Συνολικά, από τις 18 Μαρτίου και από την ημέρα της ανακοίνωσης του νέου έκτακτου QE πανδημίας της ΕΚΤ, το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου έχει υποχωρήσει κατά 70%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση που έχει σημειωθεί σε ολόκληρη την ευρωζώνη.

Την ίδια στιγμή δυναμικό ράλι σημειώνεται στο 5ετές ελληνικό ομόλογο (λήξης 2024), καθώς η απόδοσή του υποχωρεί κατά περισσότερο από 12% και στο 0,461% που είναι τα επίπεδα στα οποία διαμορφωνόταν στις 25 Φεβρουαρίου λίγο πριν το ξέσπασμα του διεθνούς sell-off λόγω του Covid-19.

Σημειώνεται πως στην κορυφή του sell-off λίγο μετά τα μέσα Μαρτίου η απόδοση του 5ετούς ομολόγου είχε εκτοξευθεί στο 3,5% και από τότε η βουτιά που έχει σημειώσει είναι θεαματική και ξεπερνά το 86%.

Εν τω μεταξύ διατηρείται και διευρύνεται το αρνητικό spread μεταξύ των ελληνικών και των ιταλικών ομολόγων, με τους ελληνικούς τίτλους να παραμένουν φθηνότεροι σε σχέση με αυτούς της γειτονικής χώρας και με τους επενδυτές να τους αποδίδουν λιγότερο ρίσκο παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα σε αντίθεση με την Ιταλία. Σήμερα η απόδοση στα 10ετή ιταλικά ομόλογα υποχωρεί κατά 3% και διαμορφώνεται στο 1,32%.

Όπως έχουν επισημάνει και οι αναλυτές (βλ. Citi), η συμμετοχή της Ελλάδας στο έκτακτο QE της ΕΚΤ (ούσα μάλιστα η μόνη χώρα που δεν συμμετείχε στο “κλασσικό” QE) και η υπερκάλυψη των εκδόσεών της από τις αγορές της κεντρικής τράπεζας, οι προοπτικές δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου, η ενίσχυση των θέσεων των ελληνικών τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα μέσω της επανεπένδυσης της φθηνής ρευστότητας που αντλούν από την ΕΚΤ (προγράμματα TLTRO), ή και η πιθανότητα επιστροφής των αναβαθμίσεων της χώρας από τους διεθνείς οίκους, αποτελούν μόνο μερικά από τα πλεονεκτήματα που διαθέτουν τα ελληνικά ομόλογα.

Επιπλέον, με το οικονομικό επιτελείο να έχει στόχο στα τέλη του 2020 τα ταμειακά διαθέσιμα να διαμορφώνονται στα 30 δισ. ευρώ (από 37 δισ. ευρώ σήμερα) – και με τον ΟΔΔΗΧ να σχεδιάζει μία ή δύο περαιτέρω εκδόσεις ομολόγων από το φθινόπωρο και μετά, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα που θα βγει από την κρίση της πανδημίας με τόσο υψηλό cash buffer.

www.capital.gr